- ὄλοισθε
- ὄλλυμιdestroyaor opt mid 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄλοισθ' — ὄλοισθε , ὄλλυμι destroy aor opt mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
όλλυμι — ὄλλυμι και ὀλλύω (Α) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω, σκοτώνω («νῆας τ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. παύω να έχω κάτι, χάνω («πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες», Αισχύλ.) 4. απαλλάσσω από κάποιο κακό («νῆστιν ὤλεσεν νόσον», Αισχύλ.) 5. μέσ.… … Dictionary of Greek